διοχετεύω

διοχετεύω
διοχέτευσα, διοχετεύτηκα, μεταφέρω με αγωγό υγρό ή αέριο ή ηλεκτρικό ρεύμα με καλώδια: Υπάρχουν μεγάλοι υπόγειοι αγωγοί, που διοχετεύουν φυσικό αέριο στην πόλη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διοχετεύω — διοχετεύω, διοχέτευσα βλ. πίν. 19 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διοχετεύω — (AM διοχετεύω) [οχετεύω] (για υγρά) μεταφέρω με οχετό, σωλήνα νεοελλ. 1. μεταφέρω από ένα δοχείο σε άλλο 2. μεταβιβάζω χωρίς τη βοήθεια αγωγού 3. (για πράγματα, έννοιες, ειδήσεις κ.λπ.) διαδίδω, μεταδίδω επιλεκτικά ή κρυφά αρχ. παθ. (για χώρα)… …   Dictionary of Greek

  • εποχετεύω — (AM ἐποχετεύω) διοχετεύω, στέλνω νερό σε κάποιο σημείο με οχετό, με αυλάκι αρχ. παθ. ἐποχετεύομαι ποτίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οχετεύω «διοχετεύω»] …   Dictionary of Greek

  • διοχετεύει — διοχετεύομαι pres ind mp 2nd sg διοχετεύομαι pres ind act 3rd sg διοχετεύω furnish with channels pres ind mp 2nd sg διοχετεύω furnish with channels pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διοχετεύουσιν — διοχετεύομαι pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διοχετεύομαι pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) διοχετεύω furnish with channels pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διοχετεύω furnish with channels …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιοχέτευτος — η, ο [διοχετεύω] αυτός που δεν έχει διοχετευθεί …   Dictionary of Greek

  • ανάβω — Ι (μτβ.) 1. πυροδοτώ, βάζω φωτιά 2. διοχετεύω ρεύμα σε ηλεκτρική μηχανή ή λαμπτήρα 3. εξοργίζω, ερεθίζω 4. υποκινώ τις ορμές κάποιου, προκαλώ τις σαρκικές επιθυμίες του 5. προκαλώ σύγχυση, συμφορά 6. χτυπώ, χαστουκίζω «τού τήν άναψε στα μούτρα» 7 …   Dictionary of Greek

  • διασωληνίζω — (Μ) διοχετεύω με σωλήνα …   Dictionary of Greek

  • διοχέτευση — η [διοχετεύω] 1. μεταφορά ή μεταβίβαση υγρού ή αερίου με τη βοήθεια οχετού 2. μεταβίβαση χωρίς τη μεσολάβηση αγωγού (π.χ. με καλώδιο) 3. φρ. «διοχέτευση ειδήσεων, πληροφοριών κ.λπ.» παροχή επιλεκτική ή κρυφή …   Dictionary of Greek

  • διοχετεία — διοχετεία, η (Α) [διοχετεύω] το υδραγωγείο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”